κἀμοί

κἀμοί
κἀμοί s. κἀγώ.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάμοι — κάμοῑ , κάμνω work aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμοί — ἀ̱μοί , ἁμός 1 masc nom/voc pl ἀμοί , ἀμόω hang pres subj mp 2nd sg ἀμοί , ἀμόω hang pres ind mp 2nd sg ἀμοί , ἀμόω hang pres subj act 3rd sg ἐμοί , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st sg ἐμοί , ἐμός mine masc nom/voc pl ἀμοί , ἡμός masc nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • SCOLIUM — Graece Σκολιὸν, subintellige μέλος, genus Carminis apud Graecos convivalis. Quamvis enim Socrates apud Platonem in Protagora, Musicae usum in conviviis improber illamque Euripides funeribus magis convenire, ad luctum mitigandum, asserat, tamen et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • ουρανομήκης — ες (ΑΜ οὐρανομήκης, όμηκες) 1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.) 2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ… …   Dictionary of Greek

  • υπαποκινώ — έω, Α (αμτβ.) αποσύρομαι σιγά σιγά ή κρυφά («κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῡ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποκινῶ «απομακρύνω, απέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υπείσειμι — ΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά 2. διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα 3. επέρχομαι βαθμιαία ή ανεπαίσθητα («ὑπεισιέναι τι κἀμοὶ δάκρυον», Γρηγ. Ναζ.) 4. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου («ὑπεισῄει δὲ με παραβολή», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • υπερδοκώ — έω, Α θεωρώ κάτι ως πολύ θετικό και το αποδέχομαι («κἀμοὶ ὑπερδοκεῑ ταῡτα» συμφωνώ και με το παραπάνω σε αυτά, Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δοκῶ «νομίζω, σκέφτομαι, θεωρώ σωστό»] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”